- μονοφιτιλιά
- ηταυτόχρονη βολή, ομοθροντία πυροβόλων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
ολόπλευρος — η, ο 1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει σε όλη την έκταση τής πλευράς ή από όλες τις πλευρές («ολόπλευρη έρευνα») 2. φρ. «ολόπλευρο πυρ» η ταυτόχρονη πυροδότηση όλων τών πυροβόλων τής μιας πλευράς πολεμικού πλοίου, κν. μονοφιτιλιά τής μπάντας.… … Dictionary of Greek